γαριβάλδι

γαριβάλδι
το
1. είδος γυναικείου καπέλου τών αρχών τού 20ού αιώνα
2. το ανοιχτό κόκκινο χρώμα τής ανιλίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Garibaldi, επώνυμο τού αρχηγού τών ερυθροχιτώνων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”